Ακουστική Χώρων
1. Εισαγωγή
Η φτωχή ποιότητα ήχου που τυχόν έχει ένα σύστημά στο χώρο σας, πέρα απο την ποιότητα των ίδιων των μηχανημάτων, μπορεί να εξαρτάται και απο τα ηχητικά χαρακτηρηστικά του χώρου σας και προβλήματα όπως mode, διακροτήματα, ανακλάσεις του χώρου κλπ
Μιλώντας για ήχο, είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσετε ένα πολύ απλό πράγμα: ο ήχος είναι η υποκειμενική αντίληψη ενός γεγονότος, της μετάδοσης μηχανικής ενέργειας μέσω του αέρος. Λέγοντας πως ακούμε έναν ήχο, στην πραγματικότητα τον ακούμε με έναν συγκεκριμένο κατά περίπτωση τρόπο, ο οποίος καθορίζεται από τα ακουστικά μας αισθητήρια.
Kάθε ήχος προέρχεται από τουλάχιστον δύο πηγές, την αρχική πηγή του ήχου, καθώς επίσης και κάποια άλλα αντικείμενα, επάνω στα οποία ο ήχος ανακλάται πριν φθάσει στα αυτιά μας. Κάθε φορά που ένας ήχος ανακλάται, δίνει μιαν αλλοιωμένη αντίληψη κι αυτή η αντίληψη μπορεί να είναι εσφαλμένη ή σωστή, αναλόγως της περίπτωσης. Καθώς οι ανακλάσεις του ήχου είναι δεδομένο ότι θα υπάρχουν πάντοτε, ανακύπτει το ερώτημα, ποια ανάκλαση είναι «σωστή» και ποια «λάθος».
Δύσκολο ερώτημα. Πρώτ’ απ’ όλα, ας αποσαφηνίσουμε για τι πράγμα μιλάμε. Όπως προφανώς ήδη γνωρίζετε, τα ηχητικά κύματα μέσω του αέρα έχουν συγκεκριμένη ταχύτητα, της τάξης των 340m/sec υπό κανονικές κλιματολογικές συνθήκες και σε μηδενικό υψόμετρο, στην επιφάνεια της θάλασσας, ενώ η ταχύτητα του ήχου μέσω άλλων υλικών, όπως ο χάλυβας και το οπλισ-μένο σκυρόδεμα, είναι πολύ υψηλότερη. Όταν ακούτε έναν ήχο, αυτός προέρχεται κατά πρώτον από την πηγή του, και σε μεταγενέστερο χρόνο από κάποια άλλα αντικείμενα, επί των οποίων ανεκλάσθη. Αυτή η διαδικασία του αρχικού και των χρονικά μεταγενεστέρων διαδοχικών ήχων δίνει στον αρχικό ήχο κάποια πρόσθετη διάρκεια που ονομάζεται ηχώ (echo).
Αν αυτή η χρονική καθυστέρηση είναι αρκετά μεγάλη, αντιλαμβάνεσθε τον ήχο ως μια σειρά από έναν αρχικό και κάποιους μεταγενεστέρους, πρόσθετους και επαναλαμβανομένους ήχους, διακρι-τούς μεταξύ τους. Για παράδειγμα, αν φωνάξετε τη λέξη «Hello» μέσα σε μια χαράδρα, θα ακούστε δυό ή και περισσότερες επαναλήψεις της κραυγής σας, οι οποίες θα σβήνουν σταδιακά. Το φαινόμενο της ηχούς συμβαίνει όταν τα αντικείμενα που ανακλούν τον ήχο είναι αρκετά μακριά από τον ακροατή, και έτσι η καθυστέρηση των ανακλάσεων είναι αρκετά μεγάλη, ώστε οι επαναλήψεις να γίνονται αντιληπτές ως διακριτές μεταξύ τους.
Αν οι ανακλάσεις του ήχου έχουν να διανύσουν απόσταση μικρή, ο ήχος φυσικά θα ανακλασθεί και πάλι, αλλά οι χρονοκαθυστέρηση των ανακλάσεων θα είναι τόσο μικρή, ώστε αυτές θα είναι αντι-ληπτές ως μια συνεχής «ουρά» του αρχικού ήχου. Αυτό το είδος της αντήχησης έχει επικρατήσει να ονο-μάζεται αντήχηση, (reverberation). Κάπου μεταξύ αυτών των δύο ακραίων περιπτώσεων, οι ανακλάσεις του ήχου φθάνουν σχετικά αργά ώστε να είναι διακριτές, αλλά και αρκετά εγκαίρως, ώστε να
είναι τόσο γρήγορα επαναλαμβανόμενες, που ακούγονται τρεμουλιαστές, ένα φαινόμενο γνωστό διεθνώς με τον όρο flutter echo.
Η επόμενη εικόνα αναπαριστά γραφικά το φαινόμενο της ηχούς και της αντήχησης σε σχέση με το χρό-νο.
Η αντήχηση είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό όλων των αιθουσών ακρόασης μουσικής, από ένα απλό οικιακό δωμάτιο έως μια μεγάλη αίθουσα συναυλιών, ενώ ως φυσικό μέγεθος έχει τυποποιηθεί και συμβολίζεται ως RT60, ένας όρος που λέει πόσος είναι ο χρόνος αντήχησης (σε δευτερόλεπτα ή χιλιοστά του δευτερολέπτου) από τη στιγμή που παύει να παίζει ο αρχικός ήχος έως τη στιγμή που η στάθμη της αντήχησής του θα πέσει 60dB κάτω από τη στάθμη του αρχικού ήχου. (60dB είναι περίπου η δυναμική περιοχή που μπορεί να αντιληφθεί ένας υγιής ακροατής σε μια αίθουσα συναυλιών, πριν επέλθει κόπωση στα αυτιά του). Η εικόνα που ακολουθεί αναπαριστά την έννοια του χρόνου RT60, όπου RT60 = t1 - t0sec. Αξίζει να σημειωθεί πως, καθώς δεν είναι γνωστές οι ανακλαστικές συνθήκες του κατά περίπτωση μετρουμένου χώρου, ο χρόνος RT60 πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται από σχετική υποσημείωση για το τμήμα του ηχητικού φάσματος που ισχύει.
2. Οι ανακλάσεις του ήχου
Εντάξει, μιλάμε για ανακλάσεις του ήχου, αλλά αυτός ο όρος είναι πολύ γενικός, καθώς καλείται να περιγράψει ένα φαινόμενο αρκετά περίπλοκο. Κατά πρώτον, αναλόγως των φυσικών του ιδιοτήτων, (μάζα, σχήμα, μέγεθος, ελαστικότητα, θερμοκρασία, αλλά και φύση των επιφανειών του), κάθε αντικείμενο ανακλά ήχους με τον δικό του τρόπο, αναλόγως της συχνότητας του ήχου που ανακλά κάθε στιγμή. Επίσης, αυτή ακριβώς η φύση των επιφανειών του, σε συνδυασμό με τη συχνότητα του ήχου, καθο-ρίζουν το πόσο και πώς ανακλά ήχους το αντικείμενο. Έτσι, λοιπόν, ας ρίξουμε μια ματιά σε μερικά βασικά είδη ηχητικών ανακλάσεων. Όταν ένα ηχητικό κύμα προσκρούει σε μια επίπεδη (και επαρκώς άκαμπτη) επιφάνεια, ανακλάται σε γωνία ανάκλασης ίση με τη γωνία πρόσπτωσης, περίπου σαν να ήταν φωτεινή δέσμη. Αυτή είναι η απλούστερη και πλεόν εύληπτη των περιπτώσεων ηχητικής ανάκλασης, και ονομάζεται κατοπτρική ανάκλαση, όπως αναπαρίσταται στην εικόνα αριστερά.
Η πράσινη ευθεία είναι κάθετη στο επίπεδο της επιφανείας, ενώ περνά από το σημείο όπου γίνεται η ανάκλαση, και είναι γνωστή ως άξονας της ανάκλασης. Η γωνία ανάκλασης (reflection angle) είναι ίση με τη γωνία πρόσπτωσης (incidence angle). Φυσικά, η εικόνα αυτή είναι απλουστευμένη για λόγους παραστατικότητας, αφού αναπαριστά το φαινόμενο σε μια διάσταση, ενώ στην πραγματικότητα η ανάκλαση πραγματοποιείται και ως προς τον άξονα του βάθους, μέσα στον Ευκλείδειο χώρο..
Αν η ανακλαστική επιφάνεια δεν είναι επίπεδη, οι ανακλάσεις του ήχου είναι ακανόνιστες, και πραγματοποιούνται προς όλες τις κατευθύνσεις, όπως αναπαριστά η επόμενη εικόνα.
Παρά το γεγονός πως και αυτές είναι ανακλάσεις, εδώ μιλάμε για διάχυση του ήχου.
Αξίζει να σημειωθεί, δε, πως κανένας διαχυτής δεν μπορεί να κάνει διάχυση του ήχου σε όλες τις συχνότητες. Εξ αιτίας του φαινομένου της διάθλασης, ένας τέτοιος διαχυτής μπορεί να διαχύσει μόνον τις συχνότητες, των οποίων το μήκος κύματος είναι ίσο ή μικρότερο από το μήκος των ακμών της διατομής κάθε ράβδου. Φυσικά, εκτός αυτού του είδους των «ραβδωτών», υπάρχουν και διαχυτές των οποίων η επιφάνεια είναι συνεχής και καμπυλωμένη με κανονικό ή ακανόνιστο (τυχαίο) τρόπο, ώστε αυτή να λειτουργεί ως ένα μεικτό τρόπο διάχυσης διάθλασης του ήχου, καθώς επίσης και διαχυτές «μονοδιάστατοι» που υλοποιούνται με διαδοχικές αυλακώσεις, των οποίων το πλάτος και κυρίως το βάθος διαφέρουν μεταξύ των.
Η επόμενη εικόνα αναπαριστά μια άλλη περίπτωση, στην οποίαν ο τοίχος πραγματοποιεί τμηματική ανάκλαση και απορρόφηση του ήχου, καθώς φέρει μια αλληλουχία απορροφητών, στο μεσοδιάστημα των οποίων παρεμβάλλεται γυμνή ανακλαστική επιφάνεια.
Και εδώ, κάθε απορροφητής είναι ικανός να απορροφά μόνον ένα μέρος του ακουστικού φάσματος, αναλόγως της φύσης των υλικών από τα οποία είναι κατασκευασμένος, αλλά και το βάθος του. Φυσικά, αν όλες οι πλευρές ενός δωματίου είναι πλήρως απορροφητικές σε όλες τις συχνότητες, τότε δεν μιλάμε για δωμάτιο, αλλά για ανηχοϊκό θάλαμο.
3. Σωστές ανακλάσεις είπατε;
Ναι! Όλοι μας, από τη στιγμή που γεννιόμαστε έως το θάνατό μας, ζούμε συνεχώς μέσα σε ένα ηχητικά ανακλαστικό περιβάλλον, και έτσι ο εγκέφαλός μας είναι εξ αρχής εθισμένος, εκπαιδευμένος να αντιλαμβάνεται ως «σωστούς» ήχους που συνοδεύονται από λιγώτερη ή περισσότερη αντήχηση, ακόμη και ηχώ (κατ’ εξαίρεσιν). Οι ανηχοϊκοί
θάλαμοι είναι κατασκευασμένοι μόνο για πειράματα και μετρήσεις ηχείων και μικροφώνων.
Έτσι, μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση ανακύπτει εύλογα: Πόση αντήχηση χρειάζεται για να έχουμε «κανονικό», «σωστό» ήχο; Όταν βρίσκεστε μέσα σε έναν μεγάλο ναό και ακούτε τον ψάλτη ή τον παππά, ο χρόνος αντή-χησης του χώρου είναι πολύ μεγάλος, τόσος, που κάποιες φορές με δυσκολία μπορείτε να προσδιορίσετε τι λέει ο ψαλμός. Στη άλλη ακραία περίπτωση, αν ακούσετε κάποιον ήχο, ίσως ομιλία, κάποιον τραγουδιστή ή κάποιο μουσικό όργανο μέσα σε ανηχοϊκό θάλαμο, θα ακούσετε έναν ήχο εντελώς «στεγνό», έναν ήχο που ο εγκέφαλός σας ουδέποτε έχει ακούσει στο παρελθόν, έναν «νεκρό» ήχο.
Όταν ένας ήχος ξεκινά χωρίς την παραμικρή ανάκλαση, και προοδευτικά αποκτά όλο και μακρύτερη αντήχηση, τότε ως ανηχοϊκός θα είναι εντελώς αποκρουστικός, μη αρεστός, στη συνέχεια θα γίνεται όλο και πιο αρεστός στον ακροατή, κάποια στιγμή θα φθάσει στο απόγειο της αποδοχής του, η οποία στη συνέχεια θα αρχίσει να φθίνει, οπότε ο ήχος θα γίνεται όλο και λιγώτερο αρεστός, καθώς η αντήχηση θα είναι πλέον τόσο μακρά, που θα τον καθιστά ακαθόριστο, μη κατανοητό.
Όταν ακούτε μουσική στο δωμάτιο του σπιτιού σας, προφανώς ακούτε και κάποια αντήχηση, η οποία θα χαρακτηρίζει το δωμάτιό σας. Εκτός αυτής, θα ακούτε και την ηχογραφημένη στο δίσκο αντήχηση, είτε αυτή προήλθε από το χώρο της ηχογράφησης, είτε προστέθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο, κατά την ηχητική επεξεργασία της ηχογράφησης. Η σύλληψη της αντήχησης του συγκεκριμένου κατά περίπτωσιν χώρου μιας ηχογράφησης γίνεται με χρήση μικροφώνων τοποθετημένων επί τούτου, σχετικά μακριά από όλα τα όργανα, ώστε να συλλαμβάνουν τον «αέρα» του χώρου.
Άλλες ηχογραφήσεις είναι εξ ολοκλήρου πραγματοποιημένες σε στούντιο, σε χώρο με αυστηρά ελεγχόμενη, ή και καθόλου αντήχηση, ώστε το υλικό να είναι δεκτικό μόνον της αντήχησης που θα εισαγάγει εκ των υστέρων ο παραγωγός, καθώς η αντήχηση είναι δρόμος χωρίς γυρισμό. Από τη στιγμή που θα ηχογραφηθεί, ή θα προστεθεί εκ των υστέρων ως εφέ, είναι αδύνατο να αφαιρεθεί.
Έτσι, αναλόγως του γούστου του καλλιτέχνη και του παραγωγού, σχεδόν όλες οι ηχογραφήσεις σε στούντιο περιέχουν εφέ αντήχησης, ειδικά στις φωνές, κάτι που κάνει την ηχογράφηση υποκειμενικά πιο ελκυστική.
Όμως, ακόμη και στην περίπτωση που μια ηχογράφηση εκδοθεί χωρίς να έχει την παραμικρή αντήχηση, φυσική ή τεχνητή, αποκτά την αντήχηση του δωματίου σας, κάθε φορά που την ακούτε, αφού το δωμάτιό σας έχει κάποιες διαστάσεις που καθορίζουν αποστάσεις που πρέπει να διανύει ο ήχος έως τα αυτιά σας, καθώς και διάφορα αντικείμενα, έπιπλα, κάδρα κλπ., τα οποία ανακλούν τον ήχο, καθένα με το δικό του τρόπο.
Έτσι, ενώ δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε για την αντήχηση που περιέχει μια ηχογράφηση, αντι-θέτως, μπορείτε να κάνετε πολλά για το δωμάτιο μέσα στο οποίο ακούτε μουσική, ώστε αυτό να αποκ-τήσει εκείνα τα απαραίτητα ακουστικά χαρακτηριστικά, ώστε να σας δίνει σαφές, ομαλό, συναφές άκουσμα, αφού στην πραγματικότητα δεν ακούτε μουσική από τα ηχεία σας, αλλά από τον αέρα του δωματίου, έτσι όπως αυτός διεγείρεται από τα ηχεία και στη συνέχεια ανακλάται μέσα στο δωμάτιο.
4. Και τώρα, τι κάνουμε;
Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος είναι, να εκλάβετε τις ηχητικές σας συσκευές – κυρίως τα ηχε-ία - και το χώρο σας ως ένα ενοποιημένο σύστημα. Ακόμη κι αν το σύστημά σας είναι πολύ υψηλής ηχη-τικής ποιότητας και έχετε τα καλύτερα ηχεία του πλανήτη, τα οποία μπορούν να επιτύχουν ευθεία α-πόκριση σχεδόν σε όλες τις στάθμες, η πραγματική απόκριση συχνότητας που ακούτε καθορίζεται από τη σχέση των διαστάσεων του δωματίου μεταξύ των, καθώς και όποιων παρεμβάσεων τυχόν έχετε κά-νει σ’ αυτό, ώστε να ελέγξετε τις ανακλάσεις.
Με βάση το συνηθέστερο σενάριο, το δωμάτιό σας θα ομοιάζει προφανώς με ορθογωνικό εξά-εδρο, με τέσσερις κτιστούς τοίχους με σπατουλαριστή επιφάνεια, και δάπεδο και οροφή από οπλισμένο σκυρόδεμα με επίχρισμα και αρκετά λεία πλακάκια στο δάπεδο, επιφάνειες οι οποίες εκλαμβάνονται ως πλήρως ανακλαστικές, κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα.
Σε όλες τις περιπτώσεις, ο αέρας που περιέχεται στο δωμάτιο θα έχει τρεις ιδιοσυχνότητες (συχνότητες συντονισμού), το μήκος κύματος καθεμιάς εκ των οποίων θα ισούται με την αντίστοιχη διάσταση του δωματίου, ενώ θα παρου-σιάζονται και επιπρόσθετες αρμονικές ιδιοσυχνότητες, ακέραια πολλαπλάσια των βασικών τοιούτων. Αυτές οι βασικές ιδιοσυχνότητες είναι οι τρεις κύριοι ρυθμοί του δωματίου.
Γι’ αυτόν το λόγο, είναι μακράν προτιμητέο, οι διαστάσεις του δωματίου να είναι άνισες μεταξύ τους. Αν κι αυτό το τελευταίο φαντάζει προφανές, δεν αρκεί. Κατόπιν εκτεταμένων πειραμάτων και μετρήσεων, έχει εξαχθεί το συμπέρασμα πως ο λόγος διαστάσεων του δωματίου πρέπει να εμπίπτει σε συγκεκριμένο εύρος τιμών, ώστε το δωμάτιο να έχει κατά το δυνατόν πολλούς και μικρής στάθμης συντονισμούς, αντί λίγους, έντονους και περισσότερο ενοχλητικούς, ώστε να επιτρέπει κατά το δυνατόν ομαλή απόκριση συχνότητας, χωρίς έντονες εξάρσεις και ακυρώσεις, χωρίς έντονους χρωματισμούς του ήχου.
Ας ρίξουμε μια ματιά στο γράφημα της επόμενης εικόνας. Το γράφημα αυτό δημοσιεύθηκε από τον κα-θηγητή του MIT Richard H. Bolt το έτος 1946, στην περιοδική επιθεώρηση της Acoustical Society of America. Ο οριζόντιος άξονας μετρά το λόγο του πλάτους του δωματίου σε σχέση με το ύψος του, ενώ ο κα-τακόρυφος άξονας τον λόγο βάθους / ύψους του δωματίου.
Δοθέντος ότι το ύψος ενός οικιακού δωμα-τίου είναι τυποποιημένο κάπου μεταξύ 2,8 και 3,2 μέτρων, οι υπόλοιπες δύο διαστάσεις του πρέπει να έχουν μήκος τέτοιο, ώστε ο λόγος τους να εντοπίζει κάποιο σημείο μέσα στην κλειστή καμπύλη του γραφήματος. Αν ένα δωμάτιο έχει προβληματικό λόγο διαστάσεων, δεν υπάρχει τρόπος διόρθωσης των ηχητικών του προβλημάτων, παρά μόνον με εξειδικευμένες επεμβάσεις, ανεξαρτήτως της ποιότητας ήχου και του κόστους των ηχητικών συσκευών. Έτσι, για παράδειγμα, αν το ύψος του δωματίου σας είναι 3,1m και το πλάτος του είναι 1,4 φορές το ύψος, τότε το βάθος του πρέπει να είναι 1,7 – 2,4 φορές το ύψος, κ.ο.κ.
Ας δούμε τώρα με απλοποιημένο τρόπο, τι συμβαίνει μέσα σε ένα δωμάτιο. Η επόμενη εικόνα αναπαριστά την πλάγια τομή ενός τυπικού δωματίου και τον τρόπο που ο ήχος φθάνει στον ακροατή ως απ’ ευθείας, αλλά και ως ήχος εξ ανάκλασης. Τα μπλε βέλη αναπαριστούν τις λεγόμενες πρώιμες ανακλάσεις, προερχόμενες πρώτα από το δάπεδο και έπειτα από την οροφή, ενώ τα ματζέντα τις μεταγενέστερες ανακλάσεις, οι οποίες διανύουν μακρύτερη απόσταση. Όσο περισσότερες ανακλάσεις έχει το δωμάτιό σας, τόσο πιο «ζωντανό» είναι. Βεβαίως, αυτή η απλοποιημένη εικόνα δεν αναπαριστά τις τμηματικές ανακλάσεις και απορροφήσεις που πραγματοποιούν αντικείμενα που βρίσκονται μέσα στο δωμάτιο, όπως κάποια έπιπλα, κάποιο χαλί στρωμένο στο δάπεδο, καθώς και κάποια κάδρα στους τοίχους.
Το ηχητικό σύστημα είναι τοποθετημένο μέσα στο δωμάτιο κατά τρόπον, ώστε τα ηχεία να είναι απλωμένα κατά μήκος της μιας μικρής πλευράς, δηλαδή κατά πλάτος, ενώ η θέση του ακροατή είναι τοποθετημένη απέναντι από τα ηχεία, κοντά στην άλλη μικρή πλευρά, ώστε ο άξονας ακρόασης να συμπίπτει με το βάθος του δωματίου.
Αν οι τοίχοι των μικρών πλευρών είναι αρκετά ανακλαστικοί, τότε το δωμάτιο χαρακτηρίζεται ως «live end – live end», καθώς τα δύο «άκρα» του, ο τοίχος πίσω από τα ηχεία και αυτός πίσω από τον ακροατή, είναι ανακλαστικοί, μια προσέγγιση που υποφέρει από πολλά ηχητικά προβλήματα.
Μιλώντας για μικρούς χώρους ακρόασης, κυρίως για οικιακά δωμάτια (και όχι για μεγάλες αί-θουσες), η πλέον αποτελεσματική προσέγγιση είναι το δωμάτιο “le-de”, live end – dead end, όπου ο τοίχος πίσω από τα ηχεία είναι ανακλαστικός, ενώ αυτός πίσω από τον ακροατή είναι αρκετά έως πολύ απορροφητικός. Ένας ανακλαστικός τοίχος πίσω από τα ηχεία δίνει την αίσθηση της «ανοιχτοσύνης» και του «βάθους», προκαλεί την εντύπωση μιας «μεγάλης» και «βαθειάς» στεροφωνικής εικόνας, τόσο σε αμιγώς ηχητικές, όσο και σε εγκαταστάσεις οικιακού κινηματογράφου. Αν και αυτή η προσέγγιση μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως εσφαλμένη, είναι ικανή να δώσει μιαν ελκυστική και συναφή ηχητική εικόνα, ένα αρκετά ομοιογενές και ακριβές ηχητικό αποτέλεσμα. Αν το δωμάτιό σας προορίζεται απλώς για να ακούτε μουσική, η προσέγγιση le-de είναι ο καλύτερος τρόπος.
Από την άλλη μεριά, η αντίστροφη προσέγγιση ενδείκνυται σε δωμάτια που προορίζονται για χρήση control room σε studio, ή ακόμη και για ημιεπαγγελματική χρήση σε οικιακό περιβάλλον. Για να έχετε μιαν κατά το δυνατόν ακριβή εικόνα του ήχου που αποδίδουν τα μόνιτορ ηχεία σας, το δωμάτιο πρέπει να είναι Le-De αλλά με απορροφητικό τοίχο πίσω από τα ηχεία και ανακλαστικό πίσω από τη θέση ακρόασης.
Βεβαίως, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι πλαϊνοί τοίχοι δεν πρέπει να αφεθούν στην τύχη τους, καθώς πρέπει να φέρουν κάποιο κατάλληλο συνδυασμό ανακλαστικών επιφανειών και παρεμβυσμάτων διάχυσης ή και απορρόφησης.
Όσον αφορά το δάπεδο και την οροφή, ένα χαλί στο δάπεδο καθώς και μερική απορρόφηση στην οροφή δίνουν πολύ καλά αποτελέσματα, αναλόγως της περίπτωσης και των επιμέρους απαιτήσεων και προτιμήσεων.
5. Τελικές επισημάνσεις
Η αντήχηση είναι θεμελιώδες ηχητικό χαρακτηριστικό όλων των χώρων, εντός των οποίων δια-βιούμε και ακούμε μουσική, και είναι απολύτως απαραίτητη για τη σωστή και συναφή αντίληψη του ήχου σε όλες τις περιπτώσεις, ενώ τυχόν υπερβολική χρήση της κάνει τον ήχο συγκεχυμένο και ως εκ τούτου κακής ποιότητας. Αν το μέλημά σας είναι απλώς να ακούτε μουσική στο σπίτι σας σωστά, ο λόγος διαστάσεων του δωματίου σας πρέπει να εμπίπτει σε συγκεκριμένο εύρος τιμών, κατά τα πρότυπα Holt και EBU R22, αλλά και αυτό να είναι μορφοποιημένο με βάση την προσέγγιση le-de. Από την άλλη μεριά, αν το υπό συζήτηση δωμάτιο προορίζεται για επαγγελματική χρήση με κρίσιμη ακρόαση από μόνιτορ ηχεία, τότε αυτό ενδείκνυται να είναι μορφοποιημένο ως de-le, ώστε να είστε σε θέση να ακούτε από τα μόνιτορ με τη μέγιστη καθαρότητα και ακρίβεια, χωρίς πρώιμες ανακλάσεις.
Αναλόγως της περίπτωσης και του προϋπολογισμού σας, ένα σύνολο μετρήσεων από εξειδικε-υμένο προσωπικό μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα, πράγμα που θα σας κατευθύνει εύστοχα στις επεμβάσεις που ενδείκνυνται πάνω στις ανακλάσεις του χώρου σας, ώστε τελικά να απολαμβάνετε ομαλό και ακριβή ήχο, με ευθεία απόκριση συχνότητας, ανεξαρτήτως της χρήσης του δωματίου, του κόστους ή της ποιότητας του συστήματός σας.